ἀμέλει: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impér. de</i> [[ἀμελέω]];<br /><b>1</b> sois sans inquiétude, sois tranquille;<br /><b>2</b> <i>empl. adv.</i> certes, assurément, sans doute. | |btext=<i>impér. de</i> [[ἀμελέω]];<br /><b>1</b> sois sans inquiétude, sois tranquille;<br /><b>2</b> <i>empl. adv.</i> certes, assurément, sans doute. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
properly imper. of ἀμελέω (cf.
A ἀμέλησον Luc.DMort.5.2), never mind, do not trouble yourself, esp. to begin an answer, Ar.Nu. 877, Lib.Decl.20.18:—hence, II as Adv., doubtless, by all means, of course, Ar.Ach.368, Nu.488, al., Pl.Phd.82a, al., X.Mem.1.4.7, Men.Sam.8; freq. ironically, as Ar.Ra.532; freq. in Thphr.Char. to introduce a subject, 13.1, al., or a further point, 2.9, al. 2 for instance, Thphr.Char.6.3, Luc.DDeor.25.1, etc. 3 at any rate, Luc. Nigr.26, Gp.10.2.3. 4 and indeed, Phld.Ir.p.16 W., Str.1.2.34, D.H.Rh.2.2, J.AJ7.4.1; and so, Polyaen.2.22.3, 7.6.4. 5 actually, to give emphasis, Agath.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 121] eigtl. imperat. von ἀμελέω, sei unbesorgt, Ar. Ach. 367; dah. allerdings, gewiß, Ar. Nub. 488 Eur. Ion 439; ἀμ. κλαύσεται Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1263; Plat. Phaed. 82 a u. sonst; Xen. Mam. 1, 4, 7; bes. in Antworten, Nicostr. Ath. XI, 474 b; Philipp. ib. VI, 230 b; Xen. Cyr. 5, 2, 13; oft verb. mit ὥςπερ; auch ironisch, Ar. Ran. 533.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλει: κυρίως προστακτ. τοῦ ἀμελέω· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε μέλει, δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - ὅθεν ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς ἄλλο, μάλιστα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: συχνάκις εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀμέλει· διό· ἁπλῶς [[[καλῶς]]]· οὕτως οὖν, τοιγαροῦν».
French (Bailly abrégé)
impér. de ἀμελέω;
1 sois sans inquiétude, sois tranquille;
2 empl. adv. certes, assurément, sans doute.
Greek Monolingual
ἀμέλει (προστ. του ἀμελῶ) (AM)
μσν.
(ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα
αρχ.
1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως)
2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, οπωσδήποτε, πράγματι.