ἀνάκανθος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no espinoso]], [[sin espinas]]de cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.12.9.
|dgtxt=-ον<br />[[no espinoso]], [[sin espinas]]de cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.12.9.
}}
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάκανθος]]) [[ἄκανθα]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] σπονδυλική [[στήλη]], [[ραχοκοκαλιά]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει αγκάθια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανάκανθος]]<br />[[είδος]] ψαριού.
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκανθος Medium diacritics: ἀνάκανθος Low diacritics: ανάκανθος Capitals: ΑΝΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: anákanthos Transliteration B: anakanthos Transliteration C: anakanthos Beta Code: a)na/kanqos

English (LSJ)

ον,

   A without a spine, of certain fish, Hdt.4.53; κοχλίας Aenigm. ap. Ath.2.63b.    2 of plants, without thorns, Thphr.HP 3.12.9.

German (Pape)

[Seite 191] ohne Dorn; ohne Rückgrat u. Gräten, Her. 4, 53; Ath. II, 63 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκανθος: -ον, ἄνευ ἀκανθής (ῥαχοκοκκάλου), οὕτως ὀνομάζεται ὁ ἀντακαῖος, ἰχθὺς μέγας ζῶν ἐν τῷ Βορυσθένει ποταμῷ καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 53. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἄνευ ἀκανθῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 12, 9, «ἀνάκανθα ῥόδα» Κ. Μανασσ. Χρον. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans arête.
Étymologie: ἀ, ἄκανθα.

Spanish (DGE)

-ον
no espinoso, sin espinasde cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.HP 3.12.9.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα
1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια
3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθος
είδος ψαριού.