άπεφθος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(5)
(No difference)

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεφθος, -ον)
(για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιος
αρχ.
καλοβρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί άφεφθος με ανομοίωση].