ἀχύρινος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον [[hecho de o con paja]] φλόξ Plu.2.658d. | |dgtxt=-η, -ον [[hecho de o con paja]] φλόξ Plu.2.658d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α [[ἀχύρινος]], -η, -ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φτιαγμένος από [[άχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀχυρίνη [[φλόξ]]» — [[φλόγα]] που άναψε με άχυρα ως [[προσάναμμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.
German (Pape)
[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.
Spanish (DGE)
-η, -ον hecho de o con paja φλόξ Plu.2.658d.
Greek Monolingual
-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α ἀχύρινος, -η, -ο)
νεοελλ.
φτιαγμένος από άχυρο
αρχ.
φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» — φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα.