βούβαλος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βούβᾰλος) -ου, ὁ <b class="num">I</b> zool.<br /><b class="num">1</b> [[antílope]] Arist.<i>PA</i> 663<sup>a</sup>11, Plb.12.3.5, LXX <i>De</i>.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.<i>AI</i> 8.40, Opp.<i>C</i>.2.300, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[búfalo]] Agath.1.4.5, Mart.<i>Sp</i>.22.10, Plin.<i>HN</i> 8.38.<br /><b class="num">II</b> βούβαλον· μέγα καὶ πολύ <i>EM</i> 206.20G., cf. Hsch. | |dgtxt=(βούβᾰλος) -ου, ὁ <b class="num">I</b> zool.<br /><b class="num">1</b> [[antílope]] Arist.<i>PA</i> 663<sup>a</sup>11, Plb.12.3.5, LXX <i>De</i>.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.<i>AI</i> 8.40, Opp.<i>C</i>.2.300, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[búfalo]] Agath.1.4.5, Mart.<i>Sp</i>.22.10, Plin.<i>HN</i> 8.38.<br /><b class="num">II</b> βούβαλον· μέγα καὶ πολύ <i>EM</i> 206.20G., cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[βούβαλος]]) (νεοελλ. θηλ. [[βουβάλα]] και [[βουβαλίνα]], η)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] βοοειδών του Παλαιού Κόσμου<br />[[είναι]] ζώα ρωμαλέα με [[χρώμα]] μαύρο [[προς]] πυρρό ή σταχτί<br /><b>2.</b> [[χοντρός]] και [[άκομψος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[νωθρός]] και [[χοντροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βούβαλις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βουβάλι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300. II = ἀστράγαλος, Hsch. III buffalo, Agath.1.4.
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.
Greek (Liddell-Scott)
βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.
Spanish (DGE)
(βούβᾰλος) -ου, ὁ I zool.
1 antílope Arist.PA 663a11, Plb.12.3.5, LXX De.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.AI 8.40, Opp.C.2.300, Hsch.
2 búfalo Agath.1.4.5, Mart.Sp.22.10, Plin.HN 8.38.
II βούβαλον· μέγα καὶ πολύ EM 206.20G., cf. Hsch.
Greek Monolingual
ο (AM βούβαλος) (νεοελλ. θηλ. βουβάλα και βουβαλίνα, η)
μσν.- νεοελλ.
1. γενική ονομασία βοοειδών του Παλαιού Κόσμου
είναι ζώα ρωμαλέα με χρώμα μαύρο προς πυρρό ή σταχτί
2. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
3. νωθρός και χοντροκέφαλος
αρχ.
η βούβαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι].