ἄφθα: Difference between revisions
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἄφθη Hp.<i>Mul</i>.1.40<br />medic. [[afta]], [[ulceración en la boca]] ἐν τῷ στόματι ἄφθαι Hp.<i>Mul</i>.2.116, cf. l.c., ἐν τοῖσι σμικροῖσι ... παιδίοισιν ἄφθαι Hp.<i>Aph</i>.3.24, cf. Cels.2.1.18, 6.11.3, Marc.Sid.101, <i>Cyran</i>.3.51.13, 5.19.4, Sor.67.22, 89.9, [[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] ἐπιπόλαιος ἐν στόματι γιγνομένη Gal.19.441, cf. Theod.Prisc.<i>Eup</i>.54.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Quizá tenga rel. c. [[ἅπτω]], pero puede deberse a etim. popular. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἄφθη Hp.<i>Mul</i>.1.40<br />medic. [[afta]], [[ulceración en la boca]] ἐν τῷ στόματι ἄφθαι Hp.<i>Mul</i>.2.116, cf. l.c., ἐν τοῖσι σμικροῖσι ... παιδίοισιν ἄφθαι Hp.<i>Aph</i>.3.24, cf. Cels.2.1.18, 6.11.3, Marc.Sid.101, <i>Cyran</i>.3.51.13, 5.19.4, Sor.67.22, 89.9, [[ἄφθα]] ἐστὶν [[ἕλκωσις]] ἐπιπόλαιος ἐν στόματι γιγνομένη Gal.19.441, cf. Theod.Prisc.<i>Eup</i>.54.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Quizá tenga rel. c. [[ἅπτω]], pero puede deberse a etim. popular. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. <i>aphtha</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, (ἅπτω)
A an infantile disease, thrush, mostly in pl., ἄφθαι Hp.Aph.3.24.
ἄφθα (B), or ἅφθα, ἡ,
A = νάφθα, Ph.Bel.94.9: ἅφθας, α, ὁ, Str.Chr. 16.8.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, gew. ἄφθαι, αἱ, Ausschlag im Munde, Schwämme, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθα: ἡ, (ἅπτω) εἶδος ἐξανθήματος ἢ ἕλκους ἐν τῷ στόματι («ἄφτραις»), κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ. ἄφθαι, Ἱππ. Ἀφ. 1248· «ἄφθα ἐστὶν ἕλκωσις ἐπιπόλαιος περὶ τὴν γλῶσσαν καὶ ὅλον τὸ στόμα, μάλιστα ἐπὶ παιδίων γινομένη, ὅταν δριμύτερον ᾖ τὸ γάλα» Λέων Φιλ. Ἑρμερ. Ἀν. Ἰατρ. σ. 153.
French (Bailly abrégé)
ou ἄφθη, ης (ἡ) :
d’ord. au pl. ἄφθαι, HPC Aph. 1248, aphthe, sorte d’ulcère.
Étymologie: ἅπτω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἄφθη Hp.Mul.1.40
medic. afta, ulceración en la boca ἐν τῷ στόματι ἄφθαι Hp.Mul.2.116, cf. l.c., ἐν τοῖσι σμικροῖσι ... παιδίοισιν ἄφθαι Hp.Aph.3.24, cf. Cels.2.1.18, 6.11.3, Marc.Sid.101, Cyran.3.51.13, 5.19.4, Sor.67.22, 89.9, ἄφθα ἐστὶν ἕλκωσις ἐπιπόλαιος ἐν στόματι γιγνομένη Gal.19.441, cf. Theod.Prisc.Eup.54.
• Etimología: Etim. desc. Quizá tenga rel. c. ἅπτω, pero puede deberse a etim. popular.
Greek Monolingual
και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].