ἀναπόλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser disfrutado]] (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.<br /><b class="num">2</b> [[que no disfruta]] Phld.<i>Mort</i>.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser disfrutado]] (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.<br /><b class="num">2</b> [[que no disfruta]] Phld.<i>Mort</i>.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόλαυστος]], -ον) [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν απόλαυσε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόλαυστος Medium diacritics: ἀναπόλαυστος Low diacritics: αναπόλαυστος Capitals: ΑΝΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anapólaustos Transliteration B: anapolaustos Transliteration C: anapolafstos Beta Code: a)napo/laustos

English (LSJ)

ον,

   A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f.    2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: ἀ, ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) ἀπολαύω
1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει κανείς
2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.