χυδαιολογία: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῠδαιολογία''': [[χυδαιότης]] λόγου, χυδαία [[γλῶσσα]], Φωτ. Βιβλ. σ. 56, Ἐπιφάν. 1.626D· πρβλ. [[χυδαιότης]]. | |lstext='''χῠδαιολογία''': [[χυδαιότης]] λόγου, χυδαία [[γλῶσσα]], Φωτ. Βιβλ. σ. 56, Ἐπιφάν. 1.626D· πρβλ. [[χυδαιότης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χυδαίος]] [[λόγος]], πρόστυχη [[έκφραση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> χυδαία, κακή, τετριμμένη [[γλώσσα]] («πρὸς τὴν πεπατημένην κατενηνεγμένοι χυδαιολογίαν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> μάταιη, ανόητη [[συζήτηση]] («τῇ τῶν Ἀρειανῶν χυδαιολογίᾳ», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυδαῖος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A vulgar language, coarseness, Phot.Bibl.p.56.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, gemeine, schlechte Sprache, Gemeinheit des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 80.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαιολογία: χυδαιότης λόγου, χυδαία γλῶσσα, Φωτ. Βιβλ. σ. 56, Ἐπιφάν. 1.626D· πρβλ. χυδαιότης.
Greek Monolingual
η, ΝΜ
νεοελλ.
χυδαίος λόγος, πρόστυχη έκφραση
μσν.
1. χυδαία, κακή, τετριμμένη γλώσσα («πρὸς τὴν πεπατημένην κατενηνεγμένοι χυδαιολογίαν», Φώτ.)
2. μάταιη, ανόητη συζήτηση («τῇ τῶν Ἀρειανῶν χυδαιολογίᾳ», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + -λογία].