δεῖνος: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[δεῖνα]], [[δῖνος]]. | |dgtxt=v. [[δεῖνα]], [[δῖνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=δεῑνος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών, ποδονιπτήρας<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>5.</b> όργανο για [[κατασκευή]] ή [[επίχριση]] χαπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του [[δίνος]], που απαντά σε λογοπαίγνια με το [[δεινός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), gen. of δεῖνα (q.v.).
δεῖνος (B), ὁ,
A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d. II a dance, Apolloph.1. III threshing-floor, Telesilla 7. IV instrument for making or gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 539] ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
2gén. de δεῖνα.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
δεῑνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].