εἱαμενή: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἰαμ- Colluth.221, <i>EM</i> 295.16G.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.<i>Dian</i>.193]<br />[[pradera]] al borde de un río, [[vega]] ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma</i>, <i>Il</i>.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, [[ἄλλοτε]] δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles</i> A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ [[βυθός]] ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5. | |dgtxt=(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἰαμ- Colluth.221, <i>EM</i> 295.16G.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.<i>Dian</i>.193]<br />[[pradera]] al borde de un río, [[vega]] ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma</i>, <i>Il</i>.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, [[ἄλλοτε]] δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles</i> A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ [[βυθός]] ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἱαμενή]], η (Α)<br />[[λιβάδι]] σε υγρὸ [[τόπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
or εἰᾰμενή, ἡ,
A a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.Dian.193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 722] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von ἕσις ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit ἠϊών u. ἠϊόεις in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. ἰαμεναί.
Greek (Liddell-Scott)
εἱᾰμενή: ἢ εἰαμένη, ἡ, «τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἧμαι (Ἐπ. γ΄ πληθ. εἵαται), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, προτιμητέος ὁ παροξύτ. τύπος εἱαμένη).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
prairie humide, fond de vallée herbeuse.
Étymologie: cf. 3ᵉ pl. épq. εἵαται, de ἧμαι.
Spanish (DGE)
(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): εἰαμ- Colluth.221, EM 295.16G.
• Morfología: [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.Dian.193]
pradera al borde de un río, vega ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma, Il.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.