δυσχώριστος: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de abrir separando]] ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de distinguir]] ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid <i>in Porph</i>.176.13. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de abrir separando]] ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de distinguir]] ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid <i>in Porph</i>.176.13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[δυσκολοχώριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα διακρίνεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to separate, Gal.2.700 (Comp.); hard to distinguish, ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a.
German (Pape)
[Seite 691] schwer zu trennen, zu lösen, Plut. de adul. et am. discr. 5. S. δυσχώρητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχώριστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ χωρίσῃ τις, ἀδιαχώριστος, ἀδιάλυτος, Πολύβ. 24. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à séparer, à démêler.
Étymologie: δυσ-, χωρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de abrir separando ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.
2 difícil de distinguir ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid in Porph.176.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσχώριστος, -ον)
1. δυσκολοχώριστος
2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται.