ἔμπολις: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ὁ, ἡ<br />[[habitante de una ciudad]], [[ciudadano]] Eup.492, S.<i>OC</i> 637 (ap. crít.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[habitante de la misma ciudad]], [[conciudadano]] ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.<i>OC</i> 1156.
|dgtxt=-εως, ὁ, ἡ<br />[[habitante de una ciudad]], [[ciudadano]] Eup.492, S.<i>OC</i> 637 (ap. crít.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[habitante de la misma ciudad]], [[conciudadano]] ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.<i>OC</i> 1156.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔμπολις]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πόλη]], στην [[πολιτεία]], ο [[αστός]]<br /><b>2.</b> [[συμπολίτης]] («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ [[ὄντα]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπολις Medium diacritics: ἔμπολις Low diacritics: έμπολις Capitals: ΕΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: émpolis Transliteration B: empolis Transliteration C: empolis Beta Code: e)/mpolis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A belonging to the city or state, = ἀστός, Eup.137; ὁ ἔ. τινι one's fellow-citizen, S.OC1156, prob. for ἔμπαλιν in ib. 637.

German (Pape)

[Seite 816] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = ἀστός bei Eupol.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ συμπολίτης τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν τῶν χειρογρ., ὅπερ βεβαίως εἶναι πλημμελής γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: ἔμπα νιν.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
habitant, habitante d’une cité.
Étymologie: ἐν, πόλις.

Spanish (DGE)

-εως, ὁ, ἡ
habitante de una ciudad, ciudadano Eup.492, S.OC 637 (ap. crít.), cf. Hsch.
c. dat. habitante de la misma ciudad, conciudadano ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.OC 1156.

Greek Monolingual

ἔμπολις, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός
2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.).