ἐπαναπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>part. ao.2</i> ἐπαναπεσών;<br />tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναπίπτω]]. | |btext=<i>part. ao.2</i> ἐπαναπεσών;<br />tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξαναπέφτω]] (AM [[ἐπαναπίπτω]])<br />[[ξαναγυρίζω]] στην προηγούμενη κατάστασή μου, [[ξαναπέφτω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλώνομαι, [[πλαγιάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A lie down on, φύλλοις ῥόδων Ael.VH9.24.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπίπτω: πλαγιάζω ἐπί τινος, φύλλοις ῥόδων γοῦν ἐπαναπεσὼν καὶ κοιμηθεὶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 24.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἐπαναπεσών;
tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀναπίπτω.
Greek Monolingual
και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)
ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω
μσν.-αρχ.
1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).