εὐτραφής: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien nourri, gras, fort;<br /><b>2</b> nourrissant;<br /><i>Cp.</i> εὐτραφέστερος, <i>Sp.</i> εὐτραφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien nourri, gras, fort;<br /><b>2</b> nourrissant;<br /><i>Cp.</i> εὐτραφέστερος, <i>Sp.</i> εὐτραφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διο</i>-<i>τραφής</i>, <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (τρέφω)
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7. II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής˙ - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ γάλα ἐν Χο. 898.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].