ἀκάρπωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inculto]] γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.13.3.<br /><b class="num">2</b> [[infructuoso]] νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.<i>Ai</i>.176<br /><b class="num">•</b>de un oráculo [[no cumplido]] A.<i>Eu</i>.714.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inculto]] γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.13.3.<br /><b class="num">2</b> [[infructuoso]] νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.<i>Ai</i>.176<br /><b class="num">•</b>de un oráculo [[no cumplido]] A.<i>Eu</i>.714.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μεστώσει<br />«ακάρπωτα [[κουκιά]]»<br />ΙΙ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδούλευτος]], [[ακαλλιέργητος]] («[[ἀκάρπωτος]] γῆ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br />«νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]]» (<b>Σοφ.</b> <i>Αί</i>. 176)<br /><b>3.</b> ο [[ανεκπλήρωτος]]<br />«χρησμὸς [[ἀκάρπωτος]]» (<b>Αισχύλ.</b> <i>Ευμ</i>. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καρπῶ</i> «[[φέρω]] καρπούς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρπώνω]], «[[μεστώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπωτος Medium diacritics: ἀκάρπωτος Low diacritics: ακάρπωτος Capitals: ΑΚΑΡΠΩΤΟΣ
Transliteration A: akárpōtos Transliteration B: akarpōtos Transliteration C: akarpotos Beta Code: a)ka/rpwtos

English (LSJ)

ον,

   A not made fruitful, uncultivated, Thphr.CP3.13.3.    2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; fig. χρησμὸς ἀκάρπωτος ESCHL oracle qui n’est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d’une victoire dont elle n’a pas recueilli le fruit.
Étymologie: ἀ, καρπόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inculto γῆ Thphr.CP 3.13.3.
2 infructuoso νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.Ai.176
de un oráculo no cumplido A.Eu.714.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μεστώσει
«ακάρπωτα κουκιά»
ΙΙ αρχ.
1. αδούλευτος, ακαλλιέργητοςἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)
2. ανώφελος, μάταιος
«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)
3. ο ανεκπλήρωτος
«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»
νεοελλ.
καρπώνω, «μεστώνω»].