θυμελικός: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du théâtre, de la scène, scénique ; <i>fig.</i> τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, <i>càd</i> vulgaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> du chœur ; [[οἱ]] θυμελικοί PLUT le chœur <i>ou</i> les musiciens.<br />'''Étymologie:''' [[θυμέλη]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du théâtre, de la scène, scénique ; <i>fig.</i> τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, <i>càd</i> vulgaire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> du chœur ; [[οἱ]] θυμελικοί PLUT le chœur <i>ou</i> les musiciens.<br />'''Étymologie:''' [[θυμέλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θυμελικός]], -ή, -όν) [[θυμέλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη [[θυμέλη]], [[σκηνικός]], [[θεατρικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θυμελική</i><br />η θεατρίνα, η [[γυναίκα]] ελευθέριων ηθών<br /><b>2.</b> [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παραστάσεις, [[μουσική]], όρχηση <b>κ.λπ.</b>) αυτός που γίνεται στην [[ορχήστρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θυμελικόν</i><br />χυδαίο ύφος ή [[χυδαίος]] [[τρόπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ θυμελικοί</i><br />ο [[χορός]] ή οι μουσικοί, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους σκηνικούς, δηλ. τους ηθοποιούς<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡ θυμελικὴ [[σύνοδος]]» — ο όμιλος του χορού ή τών μουσικών του αρχαίου θεάτρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμελικῶς</i> (Α)<br />από θεατρική [[άποψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to the thymele, theatrical, θέαι, ἄνθρωποι, Plu.Fab.4, Sull.36; θ. ἔρις Com.Adesp.57; τὸ θ. theatrical, vulgar style, Plu.2.853b; of performances of music, dancing, etc., in the orchestra (cf. foreg. 11.b); θ. ἀγών SIG457.1 (Thespiae, iii B.C.), cf. D.S.4.5, CIG 3493.11 (Thyatira), etc.; θ. ἀκροάματα Corn.ND30; οἱ θ. the musicians, opp. οἱ σκηνικοί, the actors, Plu.Cat.Mi.46; opp. ὑποκριταί, Ptol. Tetr.180 (but later of actors, Jul.Ep.89b, Cod.Just.1.4.14); ἡ θ. σύνοδος the company of θ., IG22.1350, OGI713, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] der Thymele, dem Theater eigen, scenisch; ἀγῶνες Ath. XV, 699 a; D. Sic. 4, 5; Plut. Fab. 4; ἄνθρωποι Sull. 25; οἱ θυμελικοί, die Chortänzer, Ggstz σκηνικοί, die eigtl. Schauspieler, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. ἔρις Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46˙ ἡ θυμ. σύνοδος, ὁ ὅμιλος τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)˙ -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον ὕφος, τρόπος, Πλούτ. 2. 853 Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du théâtre, de la scène, scénique ; fig. τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, càd vulgaire;
2 particul. du chœur ; οἱ θυμελικοί PLUT le chœur ou les musiciens.
Étymologie: θυμέλη.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θυμελικός, -ή, -όν) θυμέλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική
η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών
2. ηθοποιός, υποκριτής
αρχ.
1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση κ.λπ.) αυτός που γίνεται στην ορχήστρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμελικόν
χυδαίο ύφος ή χυδαίος τρόπος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θυμελικοί
ο χορός ή οι μουσικοί, σε αντιδιαστολή προς τους σκηνικούς, δηλ. τους ηθοποιούς
4. φρ. «ἡ θυμελικὴ σύνοδος» — ο όμιλος του χορού ή τών μουσικών του αρχαίου θεάτρου.
επίρρ...
θυμελικῶς (Α)
από θεατρική άποψη.