ἰατός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(SL_1) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῑᾱτός</b> <br /> <b>1</b> [[curable]] ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς [[σύν]] γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15) | |sltr=<b>ῑᾱτός</b> <br /> <b>1</b> [[curable]] ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς [[σύν]] γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰατός]], -ή, -όν)<br />ο [[ιάσιμος]], αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικό επίθ. σε -<i>τος</i> του ρ. <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανίατος]], [[δυσίατος]], [[ευίατος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν,
A curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.
German (Pape)
[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Slater)
ῑᾱτός
1 curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].