ἰουλίζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_13a)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰουλίζω''': μέλλ. ίσω, [[χνοάζω]], ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».
|lstext='''ἰουλίζω''': μέλλ. ίσω, [[χνοάζω]], ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰουλίζω]] (Α) [[ίουλος]]<br />[[αποκτώ]] ίουλο, [[αρχίζω]] να [[βγάζω]] [[γένι]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰουλίζω Medium diacritics: ἰουλίζω Low diacritics: ιουλίζω Capitals: ΙΟΥΛΙΖΩ
Transliteration A: ioulízō Transliteration B: ioulizō Transliteration C: ioulizo Beta Code: i)ouli/zw

English (LSJ)

[ῐ],

   A become downy or hairy, Tryph.53, cf.Phot.

German (Pape)

[Seite 1256] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλίζω: μέλλ. ίσω, χνοάζω, ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ λέξις ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».

Greek Monolingual

ἰουλίζω (Α) ίουλος
αποκτώ ίουλο, αρχίζω να βγάζω γένι.