ηπίαλος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση του πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος (πρβλ. ομ-αλός, αιγι-αλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή του τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαιν-όλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης).