ἐπιδύω: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(T22) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to go [[down]], [[set]] (of the [[sun]]): [[ἐπί]], B. 2e. ([[Philo]] de spec. legg. 28); and [[with]] tmesis, [[Homer]], Iliad 2,413.) | |txtha=to go [[down]], [[set]] (of the [[sun]]): [[ἐπί]], B. 2e. ([[Philo]] de spec. legg. 28); and [[with]] tmesis, [[Homer]], Iliad 2,413.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιδύω]] και ἐπιδύνω (Α)<br />(για τον ήλιο) κρύβομαι, [[βασιλεύω]] (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ [[κνέφας]] ἐλθεῑν» — [[προτού]] βασιλέψει ο [[ήλιος]] κι έρθει το [[σκοτάδι]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὁ [[ἥλιος]] μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο [[ήλιος]] [[πριν]] σάς περάσει η [[οργή]], ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
( ἐπιδρομ-δύνω [ῡ] Man.6.642), aor. 2 ἐπέδυν,
A set upon or so as to interrupt an action, μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il.2.413; ὁ ἥλιος μὴ ἐ. ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν Ep.Eph.4.26, cf. LXXDe.24.15, Ph.2.324.
German (Pape)
[Seite 940] (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.
French (Bailly abrégé)
se coucher sur en parl. du soleil.
Étymologie: ἐπί, δύω.
English (Strong)
from ἐπί and δύνω; to set fully (as the sun): go down.
English (Thayer)
to go down, set (of the sun): ἐπί, B. 2e. (Philo de spec. legg. 28); and with tmesis, Homer, Iliad 2,413.)
Greek Monolingual
ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α)
(για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» — προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ.
β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς περάσει η οργή, ΚΔ).