κεφαλαιώδης: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />sommaire;<br /><i>Cp.</i> κεφαλαιωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαῖος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />sommaire;<br /><i>Cp.</i> κεφαλαιωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαῖος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κεφαλαιώδης]], -ώδες) [[κεφάλαιον]]<br />αυτός που έχει πρωταρχική [[σημασία]], που αποτελεί την [[ουσία]] ενός πράγματος, [[βασικός]], [[κύριος]], [[ουσιώδης]] (α. «αυτή η [[ενότητα]] έχει κεφαλαιώδη [[σημασία]] για την [[έκβαση]] της υπόθεσης» β. «ὅσα [[μέντοι]] κεφαλαιώδη, μάνθανε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]] («χρήσιμον [[εἶναι]] κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεφαλαιῶδες</i><br />αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεφαλαιωδῶς</i> (Α κεφαλαιωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9. II summary, ἐξήγησις Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. -δῶς Arist.Rh.1415b8, Metaph.988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: Sup. -έστατα Epicur.Ep.1p.31U.
German (Pape)
[Seite 1427] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαιώδης: -ες, (εἶδος) κύριος, πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sommaire;
Cp. κεφαλαιωδέστερος.
Étymologie: κεφαλαῖος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) κεφάλαιον
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).