κνίδη: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />ortie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κνίζω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />ortie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κνίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κνίδη]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[τσουκνίδα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιας μέδουσας, η [[ακαλήφη]]<br /><b>αρχ.</b><br />το θαλάσσιο ζώο [[ακτίνιο]] («γίγνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα, [[οἷον]] αἵ τε κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῑς σήραγξι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κνῑδη</i> ανήκει στην [[οικογένεια]] του <i>κνῐζω</i>, του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσο παρ. αν δεν υπήρχε η [[διαφορά]] ποσότητας του -<i>ι</i>-. Αντίστοιχος τ., [[πάλι]] όμως με βραχύ [[φωνήεν]], [[είναι]] το μσν. ιρλδ. <i>cned</i> «[[πληγή]]». Βλ. και λ. [[κνίσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κνίδωση]](<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνίδειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κνιδώδης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], (κνίζω)
A nettle, Urtica, Hp.Vict.2.54, Arist.HA522a8, Theoc.7.110, Nic.Th.880, AP12.124 (Artemo); = ἀκαλήφη, Dsc.4.93 (un-Attic, acc. to Moer.p.66P.). II sea-nettle, Actinia, Arist. HA548a23.—Both senses combined, Archestr.Fr.9.7.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ (κνίζω), – 1) Nessel, Brennnessel, nach Moeris hellenistisch für das attische ἀκαλήφη; Beides steht neben einander Archestrat. bei Ath. VII, 285 c; ἐν κνίδαισι καθεύδειν Theocr. 7, 109; Sp. – 2) eine Molluskenart, welche beim Berühren ein Brennen, wie die Nessel verursacht, Meernessel; Arist. H. A. 5, 16 part. an. 4, 5; Ath. III, 90.
Greek (Liddell-Scott)
κνίδη: ῑ, ἡ, (κνίζω) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «ἀκαλήφη Ἀττικοί, κνίδη Ἕλληνες». ΙΙ. θαλασσία κνίδη, εἶδος μαλακίου, ὅπερ ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ ἀκαλήφη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ortie, plante.
Étymologie: DELG cf. κνίζω.
Greek Monolingual
η (AM κνίδη)
1. το φυτό τσουκνίδα
2. είδος θαλάσσιας μέδουσας, η ακαλήφη
αρχ.
το θαλάσσιο ζώο ακτίνιο («γίγνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα, οἷον αἵ τε κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῑς σήραγξι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κνῑδη ανήκει στην οικογένεια του κνῐζω, του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσο παρ. αν δεν υπήρχε η διαφορά ποσότητας του -ι-. Αντίστοιχος τ., πάλι όμως με βραχύ φωνήεν, είναι το μσν. ιρλδ. cned «πληγή». Βλ. και λ. κνίσα.
ΠΑΡ. κνίδωση(ις)
αρχ.
κνίδειος
νεοελλ.
κνιδώδης].