κερατιστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾱτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, [[ἄγριος]], Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36). | |lstext='''κερᾱτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, [[ἄγριος]], Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερατιστής]], ὁ (Α) [[κερατίζω]]<br />αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that butts, LXX Ex.21.29,36.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, ἄγριος, Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).
Greek Monolingual
κερατιστής, ὁ (Α) κερατίζω
αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).