ἐπίσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηνος Medium diacritics: ἐπίσκηνος Low diacritics: επίσκηνος Capitals: ΕΠΙΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: epískēnos Transliteration B: episkēnos Transliteration C: episkinos Beta Code: e)pi/skhnos

English (LSJ)

ον,

   A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579.    2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. sq.    II. on the stage: ἡ ἐ., as Subst., = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6.    III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.    IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.

Greek Monolingual

ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ. ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.