κόκκυ: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br />« coucou », <i>cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext.</i> allons !.
|btext=<i>interj.</i><br />« coucou », <i>cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext.</i> allons !.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόκκυ]] (Α)<br /><b>1.</b> κούκου, η [[φωνή]] του κόκκυγα, του κούκου<br /><b>2.</b> (ως επιφών.) [[εμπρός]], [[γρήγορα]] («[[κόκκυ]], μεθεῑτε» — [[εμπρός]], [[γρήγορα]], αφήστε, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>kuku</i> (που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]] από [[μίμηση]] της φωνής του κούκου), προήλθε από [[ανομοίωση]] και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ō</i><i>kila</i> «[[κούκος]]», λατ. <i>cuc</i><i>ū</i><i>lus</i> και νέο άνω γερμ. <i>Kuckuck</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκῡ Medium diacritics: κόκκυ Low diacritics: κόκκυ Capitals: ΚΟΚΚΥ
Transliteration A: kókky Transliteration B: kokky Transliteration C: kokky Beta Code: ko/kku

English (LSJ)

   A cuckoo! the bird's cry, Ar.Av.505; as an exclam., now! quick! (ταχύ Suid.), κόκκυ, πεδίονδε ib.507; κόκκυ, μεθεῖτε quick—let go, Id.Ra.1384; οὐδὲ κ., = οὐδὲ βραχύ, AB105. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1471] drückt eigtl. den Kuckucksruf aus, ὁπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ Ar. Av. 505; übh. ein Zuruf, wie Ran. 1380, μὴ μεθῆσθον πρὶν ἂν ἐγὼ σφῷν κοκκύσω, nachher κόκκυ μεθεῖτε, kuckuck laßt los. In der Stelle der Av. wird als sprichwörtlich angeführt κόκκυ, ψωλοὶ πεδίονδε, auf ins Feld, die VLL. erkl. ταχύ; in B. A. 105, 22 οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχύ.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκῡ: κυρίως ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «κούκκου»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπιφώνημα, = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), κόκκυ, πεδίονδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· κόκκυ, μεθεῖτε, ἐμπρὸςἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, κοάξ· ἐντεῦθεν κόκκυξ, κοκκύζω· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. cuculus· Ἀρχ. Γερ. gauh (Σκωτικ. gouh), Γερμ. kukuk, Λιθ. kukúti (κοκκύζειν), κτλ.)

French (Bailly abrégé)

interj.
« coucou », cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext. allons !.

Greek Monolingual

κόκκυ (Α)
1. κούκου, η φωνή του κόκκυγα, του κούκου
2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορακόκκυ, μεθεῑτε» — εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση της φωνής του κούκου), προήλθε από ανομοίωση και συνδέεται με αρχ. ινδ. kōkila «κούκος», λατ. cucūlus και νέο άνω γερμ. Kuckuck].