κωλῆ: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[κωλέα]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[κωλέα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κωλῆ]], και ασυναίρ. τ. [[κωλέα]], και διαλ. τ. [[κωλία]], ἡ (Α) [[κώλον]]<br /><b>1.</b> [[οστό]] μηρού [[μαζί]] με τη [[σάρκα]], [[μπούτι]], [[κυρίως]] χοίρου, [[χοιρομέρι]] («[[οἴμοι]] δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μερίδιο]] ιέρειας σε [[θυσία]]<br /><b>3.</b> το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ο ασυναίρ. τ.) [[κωλέα]]<br />«[[ἀγκαλίς]], [[δέσμη]] χόρτου».
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῆ Medium diacritics: κωλῆ Low diacritics: κωλή Capitals: ΚΩΛΗ
Transliteration A: kōlē̂ Transliteration B: kōlē Transliteration C: koli Beta Code: kwlh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from κωλέα, which occurs in Anaxipp.1.38, LXX 1 Ki.9.24: κωλία (v. κωλίαν) is a dialectal form: (κῶλον):—

   A thighbone with the flesh on it, ham, esp. of a swine, Ar.Pl.1128, Fr.224, X. Cyn.50.30, Pl.Com.17(pl.), Amips.7; ἐρίφου Xenoph.6.1; βοὸς κ. Luc.Lex.6; the portion of the priestess at a sacrifice, IG22.1361.5, SIG1015.10 (Halic.), etc.    II membrum virile, Ar.Nu.989, 1019.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῆ: ἡ συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· (κῶλον)· ― ὀστοῦν τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ αὐτοῦ, Τουρκ. «μποῦτι», κυρίως χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ μερίδιον ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι εἶναι: κωλεός, κωλήν, πρβλ. κώληψ· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. εἶναι πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ψωλή, πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. κωλέα.

Greek Monolingual

κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) κώλον
1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέριοἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.)
2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία
3. το ανδρικό μόριο
4. (κατά τον Ησύχ.) (ο ασυναίρ. τ.) κωλέα
«ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου».