λιμνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμνοειδής''': -ές, = [[λιμνώδης]]· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48. | |lstext='''λιμνοειδής''': -ές, = [[λιμνώδης]]· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Μ [[λιμνοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]], που έχει [[σχήμα]] και [[μορφή]] λίμνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιμνοειδῶς</i> (Μ)<br />με [[σχήμα]] λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = λιμνώδης. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.48.
German (Pape)
[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.
Greek Monolingual
-ές (Μ λιμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.
επίρρ...
λιμνοειδῶς (Μ)
με σχήμα λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].