λιπαρία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />persistance, persévérance.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρής]].
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />persistance, persévérance.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρής]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιπαρία]], ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [[λιπαρώ]]<br /><b>1.</b> [[εμμονή]], [[επιμονή]]<br /><b>2.</b> φορτική, ενοχλητική [[συμπεριφορά]].———————— <b>(II)</b><br />[[λιπαρία]], ἡ (Α, Μ λιπαριά) [[λιπαρός]]<br />[[πάχος]], [[παχύτητα]].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρία Medium diacritics: λιπαρία Low diacritics: λιπαρία Capitals: ΛΙΠΑΡΙΑ
Transliteration A: liparía Transliteration B: liparia Transliteration C: liparia Beta Code: lipari/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
λῐπᾰρ-ία, ἡ, (λιπαρός)

   A fatness, Dsc.1.40.

German (Pape)

[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.

Greek Monolingual

(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.———————— (II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.