μαίτυς: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(6_23)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαίτυς''': Κρητικ. ἀντὶ [[μάρτυς]], αἰτ. πληθ. μαιτύρανς, ἐπιγραφ. ἐν Hell. J., τ. 13, σ. 50, 52, κτλ.
|lstext='''μαίτυς''': Κρητικ. ἀντὶ [[μάρτυς]], αἰτ. πληθ. μαιτύρανς, ἐπιγραφ. ἐν Hell. J., τ. 13, σ. 50, 52, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαίτυς]], -υρος, ὁ (Α)<br />[[μάρτυρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίτυς]] [[αντί]] [[μάρτυς]] από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -<i>ρ</i>- ανομοιωτικά [[προς]] το ακολουθούν -<i>ρ</i>- («υποχωρητική [[ανομοίωση]]») εξασθενώθηκε σε -<i>ι</i>-: [[μάρτυρος]] &GT; <i>μαίτυρος</i> &GT; [[μαίτυς]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαίτυς: Κρητικ. ἀντὶ μάρτυς, αἰτ. πληθ. μαιτύρανς, ἐπιγραφ. ἐν Hell. J., τ. 13, σ. 50, 52, κτλ.

Greek Monolingual

μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.