μιμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui imite la parole;<br /><b>II.</b> ὁ [[μιμολόγος]];<br /><b>1</b> acteur de mimes;<br /><b>2</b> qui compose <i>ou</i> récite des mimes.<br />'''Étymologie:''' [[μῖμος]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui imite la parole;<br /><b>II.</b> ὁ [[μιμολόγος]];<br /><b>1</b> acteur de mimes;<br /><b>2</b> qui compose <i>ou</i> récite des mimes.<br />'''Étymologie:''' [[μῖμος]], [[λέγω]]³.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιμολόγος]], ὁ (ΑΜ)<br />[[ηθοποιός]] που παίζει μίμους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνθέτης]] μίμων<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μιμολόγος]], -<i>ον</i><br />αυτός που μιμείται τη [[φωνή]] του ανθρώπου ή [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη [[φωνή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμολόγος Medium diacritics: μιμολόγος Low diacritics: μιμολόγος Capitals: ΜΙΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mimológos Transliteration B: mimologos Transliteration C: mimologos Beta Code: mimolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A actor, reciter of mimes, Ath.Mitt.26.4 (Athens, iii B. C.), Gal.17(2).150.    2 composer, writer of mimes, Ph. 2.345 (pl.), J.Vit.3, AP7.556 (Theod.).    II as Adj., metaph., mocking, ἠχὼ μ. APl.4.155 (Euod.).

German (Pape)

[Seite 187] Mimen machend, dichtend, vortragend, Sp.; νεκύων, Theodor. 2 (VII, 556); ἠχώ, der nachsprechende Widerhall, Euod. 2 (Plan. 155).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμολόγος: ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., μιμολόγος, ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε ἄλλην φωνήν, μιμολόγος ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον ἔμπαλιν ᾄδουσα, ἡ λάλος, Ἀνθ. Πλαν. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui imite la parole;
II.μιμολόγος;
1 acteur de mimes;
2 qui compose ou récite des mimes.
Étymologie: μῖμος, λέγω³.

Greek Monolingual

μιμολόγος, ὁ (ΑΜ)
ηθοποιός που παίζει μίμους
αρχ.
1. ο συνθέτης μίμων
2. ως επίθ. μιμολόγος, -ον
αυτός που μιμείται τη φωνή του ανθρώπου ή κάτι άλλο, αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη φωνή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -λόγος].