μετώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(8) |
(25) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=metw/numos | |Beta Code=metw/numos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">connected with a change of name</b>, cj. in <span class="bibl">Democr.26</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">connected with a change of name</b>, cj. in <span class="bibl">Democr.26</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με [[αλλαγή]] ονόματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A connected with a change of name, cj. in Democr.26.
Greek Monolingual
μετώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σχέση με αλλαγή ονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].