αισχύνω: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α αἰσχύνω)
1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω
2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη
αρχ.
1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω
(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)
2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω
3. περιφρονώ, απαξιώ
4. μέσ. σέβομαι κάποιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..
ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένη
αρχ.
αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.
ΣΥΝΘ. αναίσχυντος
αρχ.
ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαι
νεοελλ.
επαίσχυντος].