ἀλγηδών: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, LXX 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.).
|dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, LXX 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) [[ἀλγῶ]]<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[πρόκληση]] πόνου.
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγηδών Medium diacritics: ἀλγηδών Low diacritics: αλγηδών Capitals: ΑΛΓΗΔΩΝ
Transliteration A: algēdṓn Transliteration B: algēdōn Transliteration C: algidon Beta Code: a)lghdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b : pl., Prt.354b.    II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7 : pl., Phld.D.1.16, etc.    III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.

German (Pape)

[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).

Greek Monolingual

ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.