ἀμείλικτος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(big3_3) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[implacable]], [[inconmovible]], [[carente de piedad]] de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν <i>Il</i>.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε <i>Il</i>.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6<br /><b class="num">•</b>de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο [[Διός]] A.R.3.337, [[ᾍδης]] Bio <i>Fr</i>.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.<i>BI</i> 1.523, Ἥρη Nonn.<i>D</i>.8.353, Μοίρη <i>GVI</i> 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto <i>GVI</i> 1904.12 (Amorgos)<br /><b class="num">•</b>de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.<i>VH</i> 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.<i>D</i>.11.80<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[δίκη]] Ph.1.472, [[ἀνάγκη]] Ph.1.697, [[διάνοια]] Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9<br /><b class="num">•</b>c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ <i>h.Cer</i>.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας <i>IUrb.Rom</i>.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.<i>in CA</i> 13.3, cf. tb. Archil.193<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε estáis irreconciliablemente irritados</i> Luc.<i>Pisc</i>.4.<br /><b class="num">2</b> de ataduras [[irrompible]] ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.<i>Th</i>.659.<br /><b class="num">3</b> [[no mezclado]] ἀμείλικτον· [[ἄμικτον]] Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας [[εἶδος]] Procl.<i>in Ti</i>.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .<br /><b class="num">4</b> subst. de caracteres [[la insociabilidad]] τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.<i>Aër</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[implacablemente]] κατεγίνωσκεν App.<i>BC</i> 4.54, προνοεῖν Syrian.<i>in Metaph</i>.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión</i> Ph.2.298. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[implacable]], [[inconmovible]], [[carente de piedad]] de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν <i>Il</i>.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε <i>Il</i>.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6<br /><b class="num">•</b>de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο [[Διός]] A.R.3.337, [[ᾍδης]] Bio <i>Fr</i>.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.<i>BI</i> 1.523, Ἥρη Nonn.<i>D</i>.8.353, Μοίρη <i>GVI</i> 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto <i>GVI</i> 1904.12 (Amorgos)<br /><b class="num">•</b>de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.<i>VH</i> 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.<i>D</i>.11.80<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[δίκη]] Ph.1.472, [[ἀνάγκη]] Ph.1.697, [[διάνοια]] Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9<br /><b class="num">•</b>c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ <i>h.Cer</i>.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας <i>IUrb.Rom</i>.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.<i>in CA</i> 13.3, cf. tb. Archil.193<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε estáis irreconciliablemente irritados</i> Luc.<i>Pisc</i>.4.<br /><b class="num">2</b> de ataduras [[irrompible]] ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.<i>Th</i>.659.<br /><b class="num">3</b> [[no mezclado]] ἀμείλικτον· [[ἄμικτον]] Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας [[εἶδος]] Procl.<i>in Ti</i>.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .<br /><b class="num">4</b> subst. de caracteres [[la insociabilidad]] τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.<i>Aër</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[implacablemente]] κατεγίνωσκεν App.<i>BC</i> 4.54, προνοεῖν Syrian.<i>in Metaph</i>.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión</i> Ph.2.298. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Α [[ἀμείλικτος]], -ον) [[μειλίσσω]]<br />ο [[δίχως]] οίκτο, [[σκληρός]], [[αυστηρός]], [[άκαμπτος]], [[ανελέητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μειλίσσω)
A unsoftened, harsh, cruel, of words, Il. 11.137, 21.98; ἀρά Max. Tyr.12.6; of fetters, Hes.Th.659; μίτοι, of the thread of Clotho, IG12(7).301 (Amorgos); τὸ ἀ. Hierocl. in CA 13p.448M. II of persons, = sq., A.R.3.337, Mosch.4.26. Adv. -τως, ἔχειν τινί Ph.2.298, cf. Syrian.in Metaph.42.3; μοίρας ἀτυχούσης ἀμειλίκτως, of pitiless fate, App.BC4.54.
German (Pape)
[Seite 120] nicht erweicht (adj. verb. von μειλίσσω), hart; Hom. zweimal, Iliad. 11, 137. 21, 98 ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν (-εν); – δεσμοί Hes. Th. 659; Anth. ἰόν Anyt. 23 (App. 6); Zeus Ap. Rh. 3, 337; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείλικτος: -ον, (μειλίσσω) ὁ μὴ ἁπαλυνθείς, τραχύς, σκληρός, ἐπὶ λόγων Ἰλ. Λ.137, Φ. 98: ἐπὶ δεσμῶν, Ἡσ. Θ. 659. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ. = τῷ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 337, Μόσχ. 4. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, amer, dur.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.
English (Autenrieth)
(μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1implacable, inconmovible, carente de piedad de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν Il.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε Il.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6
•de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο Διός A.R.3.337, ᾍδης Bio Fr.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.BI 1.523, Ἥρη Nonn.D.8.353, Μοίρη GVI 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto GVI 1904.12 (Amorgos)
•de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.VH 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.D.11.80
•de abstr. δίκη Ph.1.472, ἀνάγκη Ph.1.697, διάνοια Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9
•c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ h.Cer.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας IUrb.Rom.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.in CA 13.3, cf. tb. Archil.193
•neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε estáis irreconciliablemente irritados Luc.Pisc.4.
2 de ataduras irrompible ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.Th.659.
3 no mezclado ἀμείλικτον· ἄμικτον Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας εἶδος Procl.in Ti.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .
4 subst. de caracteres la insociabilidad τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.Aër.23.
II adv. -ως implacablemente κατεγίνωσκεν App.BC 4.54, προνοεῖν Syrian.in Metaph.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión Ph.2.298.
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (Α ἀμείλικτος, -ον) μειλίσσω
ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος.