ἀμφήρης: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[provisto de remos en ambos lados]]de una barca δόρυ E.<i>Cyc</i>.15, ἀμφήρεις· νῆες [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.<br /><b class="num">2</b> [[bien armado o montado por todos lados]] σκηναί E.<i>Io</i> 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados</i> E.<i>HF</i> 243, [[ἀμφήρης]] [[αὐλός]]· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος <i>EM</i> 1174<br /><b class="num">•</b>στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον <i>EM</i> 1174.<br /><b class="num">3</b> subst. [[tambor]] o [[rueda]] utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5. | |dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[provisto de remos en ambos lados]]de una barca δόρυ E.<i>Cyc</i>.15, ἀμφήρεις· νῆες [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.<br /><b class="num">2</b> [[bien armado o montado por todos lados]] σκηναί E.<i>Io</i> 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados</i> E.<i>HF</i> 243, [[ἀμφήρης]] [[αὐλός]]· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος <i>EM</i> 1174<br /><b class="num">•</b>στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον <i>EM</i> 1174.<br /><b class="num">3</b> subst. [[tambor]] o [[rueda]] utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λογχήρης]], [[χαλκήρης]], [[ποδήρης]] <b>κ.ά.</b>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κουπιά]] και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> «ἀμφῆρες [[δόρυ]]», ελαφριά [[βάρκα]], με δύο [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέσσω]] «[[κωπηλατώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχυήρης]], [[τετρήρης]], [[τριήρης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128. II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.
German (Pape)
[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d’un bûcher funéraire, d’une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.
Spanish (DGE)
-ες
1 provisto de remos en ambos ladosde una barca δόρυ E.Cyc.15, ἀμφήρεις· νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.
2 bien armado o montado por todos lados σκηναί E.Io 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados E.HF 243, ἀμφήρης αὐλός· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος EM 1174
•στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον EM 1174.
3 subst. tambor o rueda utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].———————— (II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].