ἀναληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(big3_4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[reparador]] de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.<i>Leg</i>.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a base de reconstituyentes]] ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[reparador]] de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.<i>Leg</i>.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a base de reconstituyentes]] ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναληπτικός]], -ή, -όν) [[ἀναλαμβάνω]]<br />(στην Ιατρ.)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάρρωση]], [[δυναμωτικός]], [[τονωτικός]]<br /><b>2.</b> (ο [[πληθυντικός]] του ουδετέρου ως ουσιαστικό) <i>τα αναλγητικά</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη [[ζήτηση]], που μπορεί να αναληφθεί [[αμέσως]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτικός Medium diacritics: ἀναληπτικός Low diacritics: αναληπτικός Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analēptikós Transliteration B: analēptikos Transliteration C: analiptikos Beta Code: a)nalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.

German (Pape)

[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. reparador de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.Leg.69.
2 adv. -ῶς a base de reconstituyentes ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.)
1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός
2. (ο πληθυντικός του ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά
νεοελλ.
1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.