ἀναξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(big3_4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀγξ- <i>Il</i>.21.347<br /><b class="num">1</b> [[secar]] ἀλωήν <i>Il</i>.l.c. (τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε Hdt.7.109<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇ Hippo A 11, κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρή Hp.<i>Acut</i>.65, τὸ [[ἕλος]] Phylarch.65<br /><b class="num">•</b>[[evaporarse]] del agua ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατον Hp.<i>Aër</i>.8.<br /><b class="num">2</b> fig. [[consumir]] οἶκον ὀδόντες Call.<i>Cer</i>.113.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀγξ- <i>Il</i>.21.347<br /><b class="num">1</b> [[secar]] ἀλωήν <i>Il</i>.l.c. (τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε Hdt.7.109<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇ Hippo A 11, κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρή Hp.<i>Acut</i>.65, τὸ [[ἕλος]] Phylarch.65<br /><b class="num">•</b>[[evaporarse]] del agua ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατον Hp.<i>Aër</i>.8.<br /><b class="num">2</b> fig. [[consumir]] οἶκον ὀδόντες Call.<i>Cer</i>.113.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναξηραίνω]]) (Ν και [[αναξεραίνω]])<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ξερό]], [[ξεραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χάνω]] την υγρότητά μου ή τη [[δροσερότητα]] μου, μαραίνομαι, [[στεγνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] σε [[εξάντληση]], σε μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> σκουπίζομαι, στεγνώνομαι [[μετά]] το [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξηραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναξήρανση]] (-<i>ις</i>), [[αναξηραντικός]] <b>αρχ.</b> [[ἀναξηρασία]]).
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξηραίνω Medium diacritics: ἀναξηραίνω Low diacritics: αναξηραίνω Capitals: ΑΝΑΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anaxēraínō Transliteration B: anaxērainō Transliteration C: anaksiraino Beta Code: a)nachrai/nw

English (LSJ)

fut. -ᾰνῶ: aor. ἀνέξηρᾱνα, Ion. -ηνα, Ep. subj. ἀγξηράνῃ:—

   A dry up, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης . . ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Il.21.347; τὰ ὑποζύγια ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Hdt.7.109:—Pass., Hp.Aër.8, Phylarch.50, Ph.2.511, etc.    2 metaph., consume, exhaust, οἶκον ἀ. ὀδόντες Call.Cer.114.    II dry again, after bathing, in Pass., Hp.Acut.65.

German (Pape)

[Seite 200] auf-, austrocknen, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ' ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Iliad. 21, 347; ποταμόν Her. 7, 109; Callim. Cer. 114 übh. aufzehren; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξηραίνω: μέλλ. - ᾰνῶ: ἀόρ. ἀνεξήρᾱνα. Ἐπι. ὑποτακτ. ἀγξηράνη: = καταξηραίνω, ὡς δ’ ὅτ’ ὁπωρινὸς Βορέης ... ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 347· τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Ἡρόδ. 7. 109: - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, κτλ. 2) μεταφ., καταναλίσκω, δαπανῶ, ἐξαντλῶ, ἀλλ’ ὅτε τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραναν ὀδόντες Καλλ. εἰς Δήμ. 114. ΙΙ. Παθ., στεγνώνομαι σπογγιζόμενος μετὰ τὸ λουτρόν, τὴν κεφαλὴν μέντοι ἀνεξηράνθαι χρὴ ὡς οἷόν τε μάλιστα ὑπὸ σπόγγου Ἱππ. π. διαιτ. ὀξέων 395.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναξηρανῶ, ao. ἀνεξήρανα, pf. inus.
Pass. ao. ἀνεξηράνθην, pf. ἀνεξήεραμμαι;
mettre à sec, dessécher.
Étymologie: ἀνά, ξηραίνω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἀγξηράνῃ: dry up, Il. 21.347†.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀγξ- Il.21.347
1 secar ἀλωήν Il.l.c. (τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε Hdt.7.109
en v. med.-pas. ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇ Hippo A 11, κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρή Hp.Acut.65, τὸ ἕλος Phylarch.65
evaporarse del agua ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατον Hp.Aër.8.
2 fig. consumir οἶκον ὀδόντες Call.Cer.113.

Greek Monolingual

ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω)
κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω
νεοελλ.
μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω
αρχ.
1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό
2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ξηραίνω.
ΠΑΡ. αναξήρανση (-ις), αναξηραντικός αρχ. ἀναξηρασία).