ἀνάρτυτος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del mortero [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin fraguar]] del mortero, Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del mortero [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin fraguar]] del mortero, Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρτυτος]], -ον)<br />[[αρτύω]]<br />(για [[φαγητό]]) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, [[ακαρύκευτος]], [[άνοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[νηστήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτῡτος Medium diacritics: ἀνάρτυτος Low diacritics: ανάρτυτος Capitals: ΑΝΑΡΤΥΤΟΣ
Transliteration A: anártytos Transliteration B: anartytos Transliteration C: anartytos Beta Code: a)na/rtutos

English (LSJ)

ον,

   A unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀ. βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.

German (Pape)

[Seite 206] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτῡτος: -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. ἀπειρόκαλος, ἀβέλτερος, ἀνάρτυτον βρῶμα Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «ἅλμη οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - ἀνάρ. βίος Ἀθήν. 511D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insulso, soso, βρῶμα Phld.Mus.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.Ib.6.6.
2 del mortero no fraguado Sm.Ez.13.11.
II adv. -ως sin fraguar del mortero, Sm.Ez.13.10 en Chrys.M.58.642.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρτυτος, -ον)
αρτύω
(για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος
νεοελλ.
1. (για φαγητό) νηστήσιμος
2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.