ἀνενθύμητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(big3_4)
(4)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no piensa en]] τοῦ θνητοῦ Phld.<i>Mort</i>.38.<br /><b class="num">2</b> [[inconcebible]], [[inimaginable]] de la generación del Hijo, Eus.<i>DE</i> 5.1.18.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no piensa en]] τοῦ θνητοῦ Phld.<i>Mort</i>.38.<br /><b class="num">2</b> [[inconcebible]], [[inimaginable]] de la generación del Hijo, Eus.<i>DE</i> 5.1.18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενθύμητος]], -ον)<br />όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[πλέον]] να θυμηθεί [[κάποιος]], ο λησμονημένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακατάληπτος]], [[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο [[νους]] του ανθρώπου (για τον Θεό).
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενθύμητος Medium diacritics: ἀνενθύμητος Low diacritics: ανενθύμητος Capitals: ΑΝΕΝΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anenthýmētos Transliteration B: anenthymētos Transliteration C: anenthymitos Beta Code: a)nenqu/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).