ἀνθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀντήλιος]].
|dgtxt=v. [[ἀντήλιος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο και ανθήλιο, το (Α [[ἀνθήλιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ζωολ.</b> ονομ. γένους των Μαλακίων<br /><b>2.</b> η [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>(Μετεωρ.)</b> συγκεχυμένο [[είδωλο]] του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο [[σημείο]] του ουρανού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που με τη [[σκιά]] του προστατεύει απ' τον ήλιο<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει σαν [[ήλιος]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ον,

   A = ἀντήλιος, q.v.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Spanish (DGE)

v. ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.