ἀντελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[esperar a su vez]] ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.<i>Decl</i>.26.28.
|dgtxt=[[esperar a su vez]] ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.<i>Decl</i>.26.28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντελπίζω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] νέα [[ελπίδα]] για [[επανόρθωση]] αποτυχίας.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντελπίζω Medium diacritics: ἀντελπίζω Low diacritics: αντελπίζω Capitals: ΑΝΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: antelpízō Transliteration B: antelpizō Transliteration C: antelpizo Beta Code: a)ntelpi/zw

English (LSJ)

   A hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.

Spanish (DGE)

esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.

Greek Monolingual

ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.