ἄοκνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[diligente]], [[ἀνήρ]] Hes.<i>Op</i>.495, φύλαξ S.<i>Ai</i>.563, τόλμα Hyp.<i>Epit</i>.17, ἕψομαι γ' [[ἄοκνος]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX <i>Pr</i>.6.11a<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis</i> Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.<i>Ep</i>.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.<i>Pel</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no prevé]] ὧν ἅδ' ἁ τλάμων [[ἄοκνος]] S.<i>Tr</i>.841 (cj.).<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> -ως [[sin duda]], [[de forma resuelta]] διορθοῦν ἀ. Hp.<i>Art</i>.38, cf. Pl.<i>Lg</i>.649b, 1<i>Ep.Clem</i>.33.8, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.13.31 (Dionisópolis I a.C.), <i>PSI</i> 621.6 (III a.C.), <i>UPZ</i> 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.<i>AI</i> 5.238, Orib.<i>Syn</i>.praef.2.<br /><b class="num">2</b> -ότατα [[muy diligentemente]] ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.<i>Cyr</i>.1.4.2.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[diligente]], [[ἀνήρ]] Hes.<i>Op</i>.495, φύλαξ S.<i>Ai</i>.563, τόλμα Hyp.<i>Epit</i>.17, ἕψομαι γ' [[ἄοκνος]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX <i>Pr</i>.6.11a<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis</i> Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.<i>Ep</i>.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.<i>Pel</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no prevé]] ὧν ἅδ' ἁ τλάμων [[ἄοκνος]] S.<i>Tr</i>.841 (cj.).<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> -ως [[sin duda]], [[de forma resuelta]] διορθοῦν ἀ. Hp.<i>Art</i>.38, cf. Pl.<i>Lg</i>.649b, 1<i>Ep.Clem</i>.33.8, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.13.31 (Dionisópolis I a.C.), <i>PSI</i> 621.6 (III a.C.), <i>UPZ</i> 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.<i>AI</i> 5.238, Orib.<i>Syn</i>.praef.2.<br /><b class="num">2</b> -ότατα [[muy diligentemente]] ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.<i>Cyr</i>.1.4.2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄοκνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακούραστος]], [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[διστακτικός]], ο [[αποφασιστικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄοκνος]] [[βλάβη]]» — επικείμενη [[συμφορά]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοκνος Medium diacritics: ἄοκνος Low diacritics: άοκνος Capitals: ΑΟΚΝΟΣ
Transliteration A: áoknos Transliteration B: aoknos Transliteration C: aoknos Beta Code: a)/oknos

English (LSJ)

ον,

   A without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄ. πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἀ. Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄ. βλάβη pressing, present mischief, S.Tr.841. Adv. -νως without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. -ότατα X.Cyr.1.4.2.

German (Pape)

[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: ἀ, ὄκνος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1diligente, ἀνήρ Hes.Op.495, φύλαξ S.Ai.563, τόλμα Hyp.Epit.17, ἕψομαι γ' ἄοκνος Cleanth.Fr.Poet.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX Pr.6.11a
c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.Ep.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3.
2 que no prevé ὧν ἅδ' ἁ τλάμων ἄοκνος S.Tr.841 (cj.).
II adv.
1 -ως sin duda, de forma resuelta διορθοῦν ἀ. Hp.Art.38, cf. Pl.Lg.649b, 1Ep.Clem.33.8, IGBulg.12.13.31 (Dionisópolis I a.C.), PSI 621.6 (III a.C.), UPZ 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.AI 5.238, Orib.Syn.praef.2.
2 -ότατα muy diligentemente ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.Cyr.1.4.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄοκνος, -ον)
νεοελλ.
ακούραστος, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός
2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» — επικείμενη συμφορά.