ἀποθαυμάζω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(big3_5) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -θωμάζω Hdt.1.11, 30, 88, 2.79<br />[[maravillarse]], [[asombrarse de]] c. ac. [[ἄφαρ]] δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον <i>Od</i>.6.49, τὰ λεγόμενα Hdt.1.11, τὸ λεχθέν Hdt.1.30, πολλὰ ... καὶ ἄλλα Hdt.2.79, με Aristaenet.2.10.5, cf. 2.18.27, LXX <i>Da</i>.4.19<br /><b class="num">•</b>abs. A.<i>A</i>.318, S.<i>OC</i> 1586, Luc.<i>Am</i>.13, D.P.<i>Au</i>.1.18<br /><b class="num">•</b>c. part. ἀ. ὁρέων Hdt.1.88, καταμαθὼν ... ἀπεθαύμασα X.<i>Oec</i>.2.17, ἐκείνους ... ἀφορῶντας Plu.2.940e, θεασάμενος ... ἀ. <i>POxy</i>.1242.3.53 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>seguido de εἰ Aeschin.1.94, 119. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -θωμάζω Hdt.1.11, 30, 88, 2.79<br />[[maravillarse]], [[asombrarse de]] c. ac. [[ἄφαρ]] δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον <i>Od</i>.6.49, τὰ λεγόμενα Hdt.1.11, τὸ λεχθέν Hdt.1.30, πολλὰ ... καὶ ἄλλα Hdt.2.79, με Aristaenet.2.10.5, cf. 2.18.27, LXX <i>Da</i>.4.19<br /><b class="num">•</b>abs. A.<i>A</i>.318, S.<i>OC</i> 1586, Luc.<i>Am</i>.13, D.P.<i>Au</i>.1.18<br /><b class="num">•</b>c. part. ἀ. ὁρέων Hdt.1.88, καταμαθὼν ... ἀπεθαύμασα X.<i>Oec</i>.2.17, ἐκείνους ... ἀφορῶντας Plu.2.940e, θεασάμενος ... ἀ. <i>POxy</i>.1242.3.53 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>seguido de εἰ Aeschin.1.94, 119. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀποθαυμάζω]] κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)<br />κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, [[αναπολώ]] με θαυμασμό, εκπλήσσομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἀπο-θωυμάζω or ἀπο-θωμάζω,
A marvel much at a thing, ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49; ἀ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Hdt. 1.11,30; πολλὰ ἄλλα Id.2.79: abs., wonder much, Id.1.68, X.Oec. 2.17, Luc.Am.13, POxy.1242 iii 53 (iii A. D.): c. part., ἀ.ὁρέων Hdt. 1.88; folld. by εἰ, wonder that... Aeschin.1.94, 119.—Rare in Trag., A.Ag.318, S.OC1586.
German (Pape)
[Seite 302] sehr bewundern, sich sehr über etwas verwundern, τί, Od. 6, 49; Aesch. Ag. 309; Soph. O. C. 1582; Her. 1, 11 u. öfter; τὸν κονιορτόν, ὅτεων εἴη 8, 65. Selten bei guten att. Prof. (Plat. gar nicht), Xen. Oec. 2, 17; Luc. Amor. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθαυμάζω: Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, θαυμάζω μεγάλως, ἐκπλήττομαι διά τι, ἄφαρ δ’ ἀπεθαύμασ’ ὄνειρον Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, ἀποθαυμάζω… εἰ ὁ αὐτός, δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.
French (Bailly abrégé)
s’étonner de, admirer, acc..
Étymologie: ἀπό, θαυμάζω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπεθαύμασε: marvel at, Od. 6.49†.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -θωμάζω Hdt.1.11, 30, 88, 2.79
maravillarse, asombrarse de c. ac. ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49, τὰ λεγόμενα Hdt.1.11, τὸ λεχθέν Hdt.1.30, πολλὰ ... καὶ ἄλλα Hdt.2.79, με Aristaenet.2.10.5, cf. 2.18.27, LXX Da.4.19
•abs. A.A.318, S.OC 1586, Luc.Am.13, D.P.Au.1.18
•c. part. ἀ. ὁρέων Hdt.1.88, καταμαθὼν ... ἀπεθαύμασα X.Oec.2.17, ἐκείνους ... ἀφορῶντας Plu.2.940e, θεασάμενος ... ἀ. POxy.1242.3.53 (III d.C.)
•seguido de εἰ Aeschin.1.94, 119.
Greek Monolingual
(AM ἀποθαυμάζω κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)
κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, αναπολώ με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.