ἄρρατος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄρρᾱτος) -ον<br />[[irrompible]], [[inquebrantable]] de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.<i>Cra</i>.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.<i>R</i>.535c, θάρσος Pl.<i>Ax</i>.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá de la raíz *<i>u̯er-t</i>- ‘volver’, lat. <i>uertō</i>, etc. | |dgtxt=(ἄρρᾱτος) -ον<br />[[irrompible]], [[inquebrantable]] de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.<i>Cra</i>.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.<i>R</i>.535c, θάρσος Pl.<i>Ax</i>.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá de la raíz *<i>u̯er-t</i>- ‘volver’, lat. <i>uertō</i>, etc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄρρατος]], -ον (Α)<br />ο [[σκληρός]], ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fρᾰτ</i>-<i>ος</i>. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. [[ρίζα]] <i>wert</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» και συνδέεται με το λατ. <i>vert</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ρτάνᾱν</i> «[[κουτάλι]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.
Spanish (DGE)
(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.
• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.
Greek Monolingual
ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].