ἄρκευθος: Difference between revisions
(big3_6) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οιο A.R.4.156]<br />bot.<br /><b class="num">1</b> n. de diferentes subespecies de [[enebro]], [[cada]], [[oxicedro]], [[Juniperus oxycedrus L. subspp. macrocarpa y oxycedrus]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.63, ἄ. μεγάλη Dsc.1.75, cf. A.R.l.c., <i>ICr</i>.4.184.16 (Gortina II a.C.), Musae.B 2<br /><b class="num">•</b>ἄ. μικρά Juniperus communis L.</i>, Theoc.1.133, 5.97, Dsc.1.75, Longus 1.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[sabina negral]], [[Juniperus phoenicea L.]], Thphr.<i>HP</i> 3.3.1, 8, <i>AP</i> 6.253 (Crin.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>H2erk</i>- > ἀρκ- como lat. <i>arcus</i>, let. <i>ẽrcis</i> ‘enebro’. | |dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οιο A.R.4.156]<br />bot.<br /><b class="num">1</b> n. de diferentes subespecies de [[enebro]], [[cada]], [[oxicedro]], [[Juniperus oxycedrus L. subspp. macrocarpa y oxycedrus]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.63, ἄ. μεγάλη Dsc.1.75, cf. A.R.l.c., <i>ICr</i>.4.184.16 (Gortina II a.C.), Musae.B 2<br /><b class="num">•</b>ἄ. μικρά Juniperus communis L.</i>, Theoc.1.133, 5.97, Dsc.1.75, Longus 1.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[sabina negral]], [[Juniperus phoenicea L.]], Thphr.<i>HP</i> 3.3.1, 8, <i>AP</i> 6.253 (Crin.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>H2erk</i>- > ἀρκ- como lat. <i>arcus</i>, let. <i>ẽrcis</i> ‘enebro’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἄρκευθος]])<br />[[είδος]] αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άρκευθος]] [[είναι]] ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]», [[επειδή]] τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για [[πλέξιμο]]. Ο τ. φέρει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, που απαντά σε ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ασπάλαθος]]). Η λατινική [[ονομασία]] του φυτού [[είναι]] <i>juniperus</i>. Η [[σύνδεση]] με το λεττ. <i>ē</i>(<i>r</i>)<i>zis</i> «[[κέδρος]]» και το αρχ. ινδ. <i>ŗksara</i>- «[[ακίδα]], [[αγκάθι]]» δεν [[είναι]] βέβαιη. ΠAP. <b>αρχ.</b> [[αρκεύθινος]], [[αρκευθίς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A juniper, Juniperus macrocarpa, Hp.Nat.Mul.63, Theoc. 5.97, Nic.Th.584; ἀ. μεγάλη Dsc.1.75. II Phoenician cedar, Juniperus phoenicea, Thphr.HP3.3.1, 3.12.3, AP6.253 (Crin.). III prickly cedar, Juniperus oxycedrus, Musae.Fr.2D. IV ἀ. μικρά dwarf juniper, Juniperus communis, Dsc.l.c.
German (Pape)
[Seite 353] ἡ, Wachholderbeerstrauch, iuniperus, Plut. Theocr. 1, 133 Crinag. 7 (VI, 253).
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [ép. gen. -οιο A.R.4.156]
bot.
1 n. de diferentes subespecies de enebro, cada, oxicedro, Juniperus oxycedrus L. subspp. macrocarpa y oxycedrus Hp.Nat.Mul.63, ἄ. μεγάλη Dsc.1.75, cf. A.R.l.c., ICr.4.184.16 (Gortina II a.C.), Musae.B 2
•ἄ. μικρά Juniperus communis L., Theoc.1.133, 5.97, Dsc.1.75, Longus 1.20.3.
2 sabina negral, Juniperus phoenicea L., Thphr.HP 3.3.1, 8, AP 6.253 (Crin.).
• Etimología: De *H2erk- > ἀρκ- como lat. arcus, let. ẽrcis ‘enebro’.
Greek Monolingual
η (Α ἄρκευθος)
είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει επίθημα -θος, που απαντά σε ονόματα φυτών (πρβλ. ασπάλαθος). Η λατινική ονομασία του φυτού είναι juniperus. Η σύνδεση με το λεττ. ē(r)zis «κέδρος» και το αρχ. ινδ. ŗksara- «ακίδα, αγκάθι» δεν είναι βέβαιη. ΠAP. αρχ. αρκεύθινος, αρκευθίς].