βορβορύζω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(big3_9) |
(7) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -βυρίζω anón. medic. en <i>AfP</i> 3.1906.160<br /><b class="num">1</b> [[gorgotear]] ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas</i> Hippon.118.<br /><b class="num">2</b> medic. [[emitir borborigmos]] ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.<i>Int</i>.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. impresiva de origen onomat. | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -βυρίζω anón. medic. en <i>AfP</i> 3.1906.160<br /><b class="num">1</b> [[gorgotear]] ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas</i> Hippon.118.<br /><b class="num">2</b> medic. [[emitir borborigmos]] ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.<i>Int</i>.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. impresiva de origen onomat. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βορβορύζω]] (Α)<br />έχω [[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[βόρβορος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 453] = βομβυλιάζω, Hesych.; βορβορύττειν, Psell.
Greek (Liddell-Scott)
βορβορύζω: παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται βομβυλιάζω· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, κορκορυγή.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -βυρίζω anón. medic. en AfP 3.1906.160
1 gorgotear ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas Hippon.118.
2 medic. emitir borborigmos ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.Int.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.
• Etimología: Forma c. red. impresiva de origen onomat.
Greek Monolingual
βορβορύζω (Α)
έχω γουργούρισμα στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (βλ. και λ. βόρβορος)].