βραχύνω: Difference between revisions
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[durar menos tiempo]], [[abreviarse]] la duración de una enfermedad, Hp.<i>Aph</i>.1.12, Gal.17(2).392.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[hacerse más corto]] en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.<i>Hist.Cons</i>.55.<br /><b class="num">II</b> tr., prosod. [[pronunciar como breve]], [[abreviar]] συλλαβήν Plu.<i>Per</i>.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.<i>Il</i>.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.<i>Il</i>.6.268b. | |dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[durar menos tiempo]], [[abreviarse]] la duración de una enfermedad, Hp.<i>Aph</i>.1.12, Gal.17(2).392.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[hacerse más corto]] en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.<i>Hist.Cons</i>.55.<br /><b class="num">II</b> tr., prosod. [[pronunciar como breve]], [[abreviar]] συλλαβήν Plu.<i>Per</i>.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.<i>Il</i>.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.<i>Il</i>.6.268b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
A abridge, shorten, i. e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
German (Pape)
[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
French (Bailly abrégé)
f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.
Spanish (DGE)
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
•en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.
Greek Monolingual
(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.