γελοῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(Bailly1_1)
(8)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou att.</i> [[γέλοιος]], α, ον :<br /><b>1</b> risible, plaisant;<br /><b>2</b> ridicule (<i>épq.</i> [[γελοίϊος]]);<br /><i>Cp.</i> γελοιότερος.<br />'''Étymologie:''' [[γέλως]].
|btext=<i>ou att.</i> [[γέλοιος]], α, ον :<br /><b>1</b> risible, plaisant;<br /><b>2</b> ridicule (<i>épq.</i> [[γελοίϊος]]);<br /><i>Cp.</i> γελοιότερος.<br />'''Étymologie:''' [[γέλως]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM γελοῑος, -α, -ον, Α και [[γέλοιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γέλιο]], [[άξιος]] για γέλια<br /><b>2.</b> [[άξιος]] για [[περιφρόνηση]], [[αναξιόλογος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γελοίο</i><br />η [[γελοιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[κωμικός]], [[αστείος]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>2.</b> (για επιχειρήματα) [[παράδοξος]], [[αντιφατικός]]<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ.) <i>τὰ γελοῑα</i><br />τα αστεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέλως]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιδοίος]]- [[αιδώς]], [[ηοίος]]- <i>ηώς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 479] nach Möris att. γέλοιος; Andere, wie Thom. Mag. unterscheiden so: γελοῖος, ὁ καταγέλαστος· γέλοιος δὲ ὁ γελωτοποιός; Ammon. umgekehrt; die mss. haben meist γελοῖος; lächerlich, zum Lachen, absurd; Hom. nur γελοίιον neutr. Iliad. 2, 215; Her. 8, 25; oft bei Plat. n. Folgenden; compar., γελοιότερον εἰπεῖν Apol. 30 e; Luc. abdi γελοῖός εἰμί σοι λέγων ταῦτα, es ist lächerlich, daß ich dir dies sage, Char. 22. – Act. Lachen erregend, ὁ γελοῖος, der Spaßmacher, Eur. bei Ath. XIV, 613 d; γελοῖον, γελοῖα, Scherze, Possen, Xen. Cyr. 2, 3, 1; Ggstz καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; öfter σπουδαῖα. – Adv. γελοίως, Plat. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ou att. γέλοιος, α, ον :
1 risible, plaisant;
2 ridicule (épq. γελοίϊος);
Cp. γελοιότερος.
Étymologie: γέλως.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γελοῑος, -α, -ον, Α και γέλοιος, -α, -ον)
1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια
2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος
3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο
η γελοιότητα
αρχ.
1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός
2. (για επιχειρήματα) παράδοξος, αντιφατικός
3. (πληθ. ουδ.) τὰ γελοῑα
τα αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (πρβλ. αιδοίος- αιδώς, ηοίος- ηώς)].