γνάφω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(8)
(No difference)

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω)
1. κατεργάζομαι δέρματα
2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον
νεοελλ.
(για νύχια) γρατζουνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω ανάγονται σε IE kēnē- bh- / ken∂bh- < ken- «ξύνω, τρίβω». Ο δημώδης και τεχνικός χαρακτήρας τους δικαιολογεί και την τροπή του κν- σε γν- καθώς και την ποικιλία τών μεταπτωτικών τύπων (πρβλ. κνέφαλλον). Το κνάπτω συνδέεται με τα κναίω, κνην, κνίζω, κνύω καθώς και με τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. ουαλ. cnaif «πούπουλο», λιθ. knabenti «τσιμπολογώ, τρώω»)].