δακρυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[lacrimoso]] ἐς ὄμματα δ. [[ἀπόστασις]] ἔρχεται Hp.<i>Coac</i>.553, ὀφθαλμοί <i>Hippiatr</i>.1.3 (cód.)<br /><b class="num">•</b>[[que destila un líquido acuoso]] [[ἕλκος]] Hp.<i>Fract</i>.25<br /><b class="num">•</b>de plantas [[que es como la lágrima, como de savia]] συρροή Thphr.<i>HP</i> 6.6.8, ὑγρότης Thphr.<i>HP</i> 9.1.2.<br /><b class="num">2</b> [[llorón]] ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B<br /><b class="num">•</b>[[flébil]], [[lacrimoso]] ἔννοιαι Diad.<i>Perf</i>.68, 73, φωναί Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.305A.<br /><b class="num">3</b> fig. [[lamentable]] τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.<i>Vit.Auct</i>.14.
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[lacrimoso]] ἐς ὄμματα δ. [[ἀπόστασις]] ἔρχεται Hp.<i>Coac</i>.553, ὀφθαλμοί <i>Hippiatr</i>.1.3 (cód.)<br /><b class="num">•</b>[[que destila un líquido acuoso]] [[ἕλκος]] Hp.<i>Fract</i>.25<br /><b class="num">•</b>de plantas [[que es como la lágrima, como de savia]] συρροή Thphr.<i>HP</i> 6.6.8, ὑγρότης Thphr.<i>HP</i> 9.1.2.<br /><b class="num">2</b> [[llorón]] ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B<br /><b class="num">•</b>[[flébil]], [[lacrimoso]] ἔννοιαι Diad.<i>Perf</i>.68, 73, φωναί Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.305A.<br /><b class="num">3</b> fig. [[lamentable]] τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.<i>Vit.Auct</i>.14.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δακρυώδης]], -ες)<br />όμοιος με [[δάκρυ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα δακρυώδη</i><br />κομμιοφόρα φυτά του γένους αμυριδοειδή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες [[υγρό]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυώδης Medium diacritics: δακρυώδης Low diacritics: δακρυώδης Capitals: ΔΑΚΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: dakryṓdēs Transliteration B: dakryōdēs Transliteration C: dakryodis Beta Code: dakruw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A exuding a watery fluid, ἕλκος δ. καὶ ἀνεκπύητον Hp. Fract.25; running at the eyes, Hippiatr.1, al.    2 tear-like, συρροή, of the bulbils of κρίνον (cf. δάκρυον 1.2), Thphr.HP6.6.8.    II tearful, lamentable, Luc.Vit.Auct.14.

German (Pape)

[Seite 520] ες, thränenreich, Theophr.; thränenvoll, kläglich, Luc. Vit. auct. 14.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δάκρυα, δ. συρροή Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 6, 8· ― ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, ὁπόθεν ἀντὶ πύου ἐκρέει εἶδός τι ὑδατώδους χυμοῦ, δ. καὶ ἀνεκπύητον Ἱππ. Ἀγμ. 767. ΙΙ. πλήρης δακρύων, ἀξιοθρήνητος, Λουκ. Β. Πρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
lamentable.
Étymologie: δάκρυ, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 lacrimoso ἐς ὄμματα δ. ἀπόστασις ἔρχεται Hp.Coac.553, ὀφθαλμοί Hippiatr.1.3 (cód.)
que destila un líquido acuoso ἕλκος Hp.Fract.25
de plantas que es como la lágrima, como de savia συρροή Thphr.HP 6.6.8, ὑγρότης Thphr.HP 9.1.2.
2 llorón ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B
flébil, lacrimoso ἔννοιαι Diad.Perf.68, 73, φωναί Isid.Pel.Ep.M.78.305A.
3 fig. lamentable τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.Vit.Auct.14.

Greek Monolingual

-ες (AM δακρυώδης, -ες)
όμοιος με δάκρυ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη
κομμιοφόρα φυτά του γένους αμυριδοειδή
αρχ.
1. ο αξιοθρήνητος
2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό.